Flamenco

Το Φλαμένκο (Flamenco στα ισπανικά) είναι ένας ισπανικός όρος που αφορά ένα είδος μουσικής και χορού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά τον 19ο αιώνα.
Το φλαμένκο ενσωματώνει μια σύνθετη μουσική και πολιτισμική παράδοση. Προήλθε αρχικά από την περιφέρεια της Ανδαλουσίας, όπου αναπτύχθηκε σαν ξεχωριστή υποκουλτούρα με κέντρα τη Σεβίλλη, το Κάδιξ και τη Μάλαγα, στη συνέχεια όμως εξελίχτηκε σε χαρακτηριστικό κομμάτι του πολιτισμού ολόκληρης της Ισπανίας, ενσωματώνοντας και μετασχηματίζοντας λαϊκά μουσικά στοιχεία σε διαφοροποιημένες μουσικές φόρμες και από άλλες περιφέρειες, όπως η Μούρθια κι η Εξτρεμαδούρα.
Χαρακτηριστικό μουσικό όργανο είναι η κιθάρα φλαμένκο.  Τα τραγούδια τους είναι κυρίως αυτοσχεδιασμοί που αποτυπώνουν τις διάφορες δυσκολίες που πέρασε ο λαός τους κατά τη διάρκεια των αιώνων. Βασικό στοιχείο της καλλιτεχνικής του μορφής αποτέλεσαν οι Τσιγγάνοι της Ισπανίας, των οποίων η παράδοση ήταν προφορική, συνεπώς τα παραδοσιακά τους τραγούδια περνούσαν από γενιά σε γενιά μέσω των μουσικών τους ερμηνειών στην τοπική κοινότητα. Το ενδιαφέρον άρχισε να αυξάνεται κατά τον 20ό αιώνα και από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα ξεκίνησε συστηματοποιημένη και πιο λεπτομερής έρευνα προς αναζήτηση νέων στοιχείων για το μουσικό αυτό είδος.

Στα τέλη του 18ου αιώνα, το φλαμένκο άρχισε να παρουσιάζεται σε ταβέρνες με τη συνοδεία κιθάρας, ενώ σύντομα προστέθηκε και ο χορευτής ή η χορεύτρια (ballaor/ballaora). Υπήρχαν επίσης άτομα που έδιναν το ρυθμό είτε με παλαμάκια είτε με χτύπημα των δαχτύλων, ενώ βασικό συστατικό του χορού φλαμένκο αποτελεί ο ήχος από τα πόδια των χορευτών (soniquete) και ο κοφτός βηματισμός τους (zapateado). Ο γυναικείος χορός αναδεικνύει τη χάρη του σώματος και των χεριών.
Μια τέχνη που μοιάζει με άσβεστη φωτιά: άλλοτε σιγoκαίει σαγηνευτικά και άλλοτε φουντώνει, γεμάτη δημιουργικές αντιθέσεις που ποτέ δεν σταματούν να σε καλούν να ανακαλύψεις τα μυστικά τους, τις μορφές τους, τα χρώματα τους.

Νίκη Κατσιούλα